Высиживать στα ελληνικά
Μετάφραση: высиживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, μπουκαπόρτα, παραμένω, άνοιγμα, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζω, μένω, εκκολάπτομαι, επωάζω, επώαση, επωαστούν, επωαστεί, επωάζονται, επωάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высидеть στα ελληνικά - άνοιγμα, εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, κάθονται, καθίστε, καθίσετε, ...
- высиживание στα ελληνικά - επώαση, επώασης, επωάσεως, την επώαση, από επώαση
- выситься στα ελληνικά - ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, αύξηση, πύργος, vysitsya
- выскабливание στα ελληνικά - φθορά, απόξεση, αμυχή, τριβή, curettage, αποξέσεων, η απόξεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Высиживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, μπουκαπόρτα, παραμένω, άνοιγμα, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζω, μένω, εκκολάπτομαι, επωάζω, επώαση, επωαστούν, επωαστεί, επωάζονται, επωάζεται
Μεταφράσεις: πιάνω, μπουκαπόρτα, παραμένω, άνοιγμα, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζω, μένω, εκκολάπτομαι, επωάζω, επώαση, επωαστούν, επωαστεί, επωάζονται, επωάζεται