Высокопарный στα ελληνικά
Μετάφραση: высокопарный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πομπώδης, εξεζητημένος, δύσκαμπτος, ηχηρός, μεγαλόστομες
Μεταφράσεις
- высокопарно στα ελληνικά - grandiloquently
- высокопарность στα ελληνικά - μεγαλορρημοσύνη, μεγαλορρήμονας, πομπώδης, μεγαλοστομία, στόμφο
- высокопоставленный στα ελληνικά - μεταρσιωμένος, υψηλόβαθμοι, υψηλόβαθμος, υψηλόβαθμους, υψηλόβαθμα, υψηλόβαθμων
- высокопробный στα ελληνικά - ψιλή, αίθριος, πρόστιμο, φίνος, vysokoprobny
Τυχαίες λέξεις
Высокопарный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πομπώδης, εξεζητημένος, δύσκαμπτος, ηχηρός, μεγαλόστομες
Μεταφράσεις: πομπώδης, εξεζητημένος, δύσκαμπτος, ηχηρός, μεγαλόστομες