Вытекающий στα ελληνικά
Μετάφραση: вытекающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετά, οπαδοί, έπειτα, μεταγενέστερος, παρακολούθηση, ακολουθία, λύματα, απόβλητα, λυμάτων, εκροής, υγρών εκροής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вытекание στα ελληνικά - θέμα, απολύω, εκροή, εκπυρσοκρότηση, άφεση, διέξοδος, στραγγίζω, ...
- вытекать στα ελληνικά - ρέω, ρυάκι, ροή, κυλώ, απορρέω, εκρέει, ρέει προς τα έξω, ...
- вытереть στα ελληνικά - σκουπίζω, ξηρός, στεγνός, διαγράφω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, ...
- вытереться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Τυχαίες λέξεις
Вытекающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετά, οπαδοί, έπειτα, μεταγενέστερος, παρακολούθηση, ακολουθία, λύματα, απόβλητα, λυμάτων, εκροής, υγρών εκροής
Μεταφράσεις: μετά, οπαδοί, έπειτα, μεταγενέστερος, παρακολούθηση, ακολουθία, λύματα, απόβλητα, λυμάτων, εκροής, υγρών εκροής