Вытереть στα ελληνικά
Μετάφραση: вытереть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκουπίζω, ξηρός, στεγνός, διαγράφω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Μεταφράσεις
- вытекать στα ελληνικά - ρέω, ρυάκι, ροή, κυλώ, απορρέω, εκρέει, ρέει προς τα έξω, ...
- вытекающий στα ελληνικά - μετά, οπαδοί, έπειτα, μεταγενέστερος, παρακολούθηση, ακολουθία, λύματα, ...
- вытереться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
- вытерпеть στα ελληνικά - πάσχω, υποστηρίζω, παθαίνω, υπομένω, γεννώ, αντέχω, κρατώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Вытереть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκουπίζω, ξηρός, στεγνός, διαγράφω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Μεταφράσεις: σκουπίζω, ξηρός, στεγνός, διαγράφω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε