Вычеканить στα ελληνικά
Μετάφραση: вычеканить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραμματόσημο, μέντα, νομισματοκοπείο, χαρτόσημα, επινοήθηκε, έπλασε, επινόησε, που επινοήθηκε, πλάθεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выцеживать στα ελληνικά - vytsezhivat
- вычеканенный στα ελληνικά - έγκοιλο
- вычеркивание στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, διαγραφή, διαγραφής, απαλοιφή, εξάλειψη, τη διαγραφή
- вычеркивать στα ελληνικά - αμυχή, διαγράφω, εξαλείφω, καμπύλη, γρατσουνίζω, ξύνω, γρατσουνιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Вычеканить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραμματόσημο, μέντα, νομισματοκοπείο, χαρτόσημα, επινοήθηκε, έπλασε, επινόησε, που επινοήθηκε, πλάθεται
Μεταφράσεις: γραμματόσημο, μέντα, νομισματοκοπείο, χαρτόσημα, επινοήθηκε, έπλασε, επινόησε, που επινοήθηκε, πλάθεται