Выявить στα ελληνικά

Μετάφραση: выявить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφέρω, αποσπώ, ανακαλύπτω, φανερώνω, βγάζω, ανεύρεση, βρίσκω, ανιχνεύω, ανακάλυψη, εύρημα, δείχνω, εμφαίνω, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει
Выявить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выщипать στα ελληνικά - μαδώ, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
  • выщипывать στα ελληνικά - μαδώ, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
  • выявление στα ελληνικά - έκθεση, ανακάλυψη, ανίχνευση, ανίχνευσης, την ανίχνευση, εντοπισμό, ανιχνεύσεως
  • выявлять στα ελληνικά - αποκαλύπτω, αποσπώ, ανακαλύπτω, βγάζω, επιφέρω, ανιχνεύω, διαφαίνομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Выявить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφέρω, αποσπώ, ανακαλύπτω, φανερώνω, βγάζω, ανεύρεση, βρίσκω, ανιχνεύω, ανακάλυψη, εύρημα, δείχνω, εμφαίνω, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει