Προσήλωση στα αγγλικά
Μετάφραση: προσήλωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
application, dedication, assiduity, attachment, commitment, adherence, commitment to
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προσήλωση
fixing
- προσήλωση
- διόρθωση
- στερέωμα
- προσάρτημα
- σύνδεση
- κατάσχεση
- προσήλωση
- αφοσίωση
- αφιέρωση
- προσήλωση
- εγκαίνια
- προσεκτικότητα
- προσήλωση
- προσεκτικότης
Σχετικές λέξεις: προσήλωση
προσήλωση ετυμολογία, προσήλωση english, προσηλωση συνώνυμο, προσήλωση στο στόχο, προσήλωση στη μάρκα, προσήλωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, προσήλωση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- προσάρτημα στα αγγλικά - appendix, attachment, appendage, Appendix, the Appendix
- προσέγγιση στα αγγλικά - approach, approximation, rapprochement, approximately, approximate
- προσήνεια στα αγγλικά - affability, afatableness, approachability
- προσανατολίζω στα αγγλικά - orientate, orient
Τυχαίες λέξεις
Προσήλωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: application, dedication, assiduity, attachment, commitment, adherence, commitment to
Μεταφράσεις: application, dedication, assiduity, attachment, commitment, adherence, commitment to