Вязкий στα ελληνικά

Μετάφραση: вязкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλώδης, ανυποχώρητος, κολλητικός, επίμονος, ελώδης, γλοιώδης, ιξώδης, παχύρρευστο, ιξώδη, παχύρευστο, ιξώδεις
Вязкий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вязаться στα ελληνικά - διανύω, καταμετρώ, είμαι, βρίσκομαι, συμφωνώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ...
  • вязка στα ελληνικά - δεσμευτικός, δέσιμο, πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
  • вязкость στα ελληνικά - ιξώδες, ιξώδους, του ιξώδους, το ιξώδες
  • вязнуть στα ελληνικά - χώνω, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Τυχαίες λέξεις
Вязкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλώδης, ανυποχώρητος, κολλητικός, επίμονος, ελώδης, γλοιώδης, ιξώδης, παχύρρευστο, ιξώδη, παχύρευστο, ιξώδεις