Га στα ελληνικά
Μετάφραση: га, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτάριο, εκταρίων, εκτάρια, εκτάριο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вящий στα ελληνικά - vyaschy
- вёрстка στα ελληνικά - σχέδιο, διάταξη, διάταξης, διαρρύθμιση, τη διάταξη
- габардин στα ελληνικά - γκαμπαρντίνα, καμπαρντίνα, gabardine, την καμπαρντίνα, ύφασμα γκαμπαρντίνα
- габарит στα ελληνικά - μέγεθος, κάθαρση, εκκαθάρισης, εκκαθάριση, κάθαρσης, σουτ
Τυχαίες λέξεις
Га στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτάριο, εκταρίων, εκτάρια, εκτάριο που
Μεταφράσεις: εκτάριο, εκταρίων, εκτάρια, εκτάριο που