Гегемон στα ελληνικά
Μετάφραση: гегемон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγεμονία, αρχηγός, ηγεμόνας, εξουσία, κύρος, κυριαρχία, ηγήτορας, ηγέτης, δύναμη, ηγεμόνα, hegemon, ηγεμονίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гегельянец στα ελληνικά - Εγελιανό, εγελιανή, εγελιανής, χεγκελιανό, Χεγκελιανή
- гегельянский στα ελληνικά - Εγελιανό, εγελιανή, εγελιανής, χεγκελιανό, Χεγκελιανή
- гегемония στα ελληνικά - ηγεμονία, ηγεμονίας, την ηγεμονία, ηγεμονία των, η ηγεμονία
- гедонизм στα ελληνικά - ηδονισμός, ηδονισμό, ηδονισμού, τον ηδονισμό, ηδονής
Τυχαίες λέξεις
Гегемон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγεμονία, αρχηγός, ηγεμόνας, εξουσία, κύρος, κυριαρχία, ηγήτορας, ηγέτης, δύναμη, ηγεμόνα, hegemon, ηγεμονίας
Μεταφράσεις: ηγεμονία, αρχηγός, ηγεμόνας, εξουσία, κύρος, κυριαρχία, ηγήτορας, ηγέτης, δύναμη, ηγεμόνα, hegemon, ηγεμονίας