Гибнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: гибнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεθάνω, αποθνήσκω, ταλαντεύομαι, τεζάρω, τρεκλίζω, χάνομαι, καταστρέφομαι, χαθεί, χαθούν, χάνονται, απολεσθή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гиблый στα ελληνικά - καταστροφικός, απελπισμένος, θανατηφόρος, σαπρός, ολέθριος, σατανικός, μοιραίος, ...
- гибнет στα ελληνικά - πεθαίνει, μήτρες, πεθάνει, αποβιώσει, θανάτου
- гибралтар στα ελληνικά - πέτρα, ροκ, κουνώ, λικνίζω, Γιβραλτάρ, του Γιβραλτάρ, το Γιβραλτάρ, ...
- гибрид στα ελληνικά - υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδικού
Τυχαίες λέξεις
Гибнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεθάνω, αποθνήσκω, ταλαντεύομαι, τεζάρω, τρεκλίζω, χάνομαι, καταστρέφομαι, χαθεί, χαθούν, χάνονται, απολεσθή
Μεταφράσεις: πεθάνω, αποθνήσκω, ταλαντεύομαι, τεζάρω, τρεκλίζω, χάνομαι, καταστρέφομαι, χαθεί, χαθούν, χάνονται, απολεσθή