Главнейший στα ελληνικά
Μετάφραση: главнейший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώτος, καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- главенствующий στα ελληνικά - επικάλυψη, συμπλήρωση, συμπληρωματικής κάλυψης, topping, κάλυμμα
- главк στα ελληνικά - κεντρικός, Γλαύκος, Γλαύκου, Ο Γλαύκος, Γλαύκο, του Γλαύκου
- главное στα ελληνικά - δείχνω, αιχμή, στίγμα, επισημαίνω, σημείο, σημείου, στοιχείο, ...
- главнокомандующий στα ελληνικά - Αρχηγός, αρχιστράτηγος, Αρχιστράτηγου, διοικητής του Ελληνικού Στρατού, γενικός διοικητής του Επιτελείου
Τυχαίες λέξεις
Главнейший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώτος, καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη
Μεταφράσεις: πρώτος, καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη