Глушитель στα ελληνικά
Μετάφραση: глушитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουκουλώνω, ασπίδα, πνίγω, σιγαστήρας, σιγαστήρα, σιλανσιέ, του σιγαστήρα, εξάτμιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- глушение στα ελληνικά - σφήνωμα, παρεμβολών, παρεμβολής, εμπλοκή, παρεμβολές
- глушит στα ελληνικά - καταστέλλει, καταργεί, καταστέλλει την
- глушить στα ελληνικά - κουκουλώνω, πνίγω, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
- глушь στα ελληνικά - ενδοχώρα, backwoods, απόμακρες περιοχές, απόμακρες
Τυχαίες λέξεις
Глушитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουκουλώνω, ασπίδα, πνίγω, σιγαστήρας, σιγαστήρα, σιλανσιέ, του σιγαστήρα, εξάτμιση
Μεταφράσεις: κουκουλώνω, ασπίδα, πνίγω, σιγαστήρας, σιγαστήρα, σιλανσιέ, του σιγαστήρα, εξάτμιση