Годность στα ελληνικά

Μετάφραση: годность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμεύω, όφελος, επισκευάζω, ισχύς, ωφελώ, καταλληλότητα, επισκευή, κύρος, ικανότητα, γυμναστήριο, γυμναστικής, fitness, φυσικής κατάστασης
Годность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • годиться στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, κοστούμι, είμαι, κάνω, βολεύω, εξυπηρετώ, ...
  • годичный στα ελληνικά - ετήσια, ετήσιος, ετησίως, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
  • годный στα ελληνικά - κατάλληλος, εφαρμόσιμος, καλός, ταιριαστός, εκλέξιμος, σκόπιμος, αγαθός, ...
  • годовалый στα ελληνικά - ετήσια, χρονών, ετών, έτους, χρόνων
Τυχαίες λέξεις
Годность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμεύω, όφελος, επισκευάζω, ισχύς, ωφελώ, καταλληλότητα, επισκευή, κύρος, ικανότητα, γυμναστήριο, γυμναστικής, fitness, φυσικής κατάστασης