Гомон στα ελληνικά
Μετάφραση: гомон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαματάς, ρακέτα, θόρυβος, πάταγος, σάλος, βαβούρα, χαλασμός, η βαβούρα, τη βαβούρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гомогенный στα ελληνικά - ομοιογενής, ομογενής, ομοιογενές, ομοιογενή, ομογενές
- гомологический στα ελληνικά - ομόλογος, ομόλογο, ομόλογες, ομόλογη, ομόλογου
- гомонить στα ελληνικά - βαβούρα, χαλασμός, θόρυβος, η βαβούρα, τη βαβούρα
- гомосексуализм στα ελληνικά - ομοφυλοφιλία, αντιστροφή, αναστροφή, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας
Τυχαίες λέξεις
Гомон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαματάς, ρακέτα, θόρυβος, πάταγος, σάλος, βαβούρα, χαλασμός, η βαβούρα, τη βαβούρα
Μεταφράσεις: σαματάς, ρακέτα, θόρυβος, πάταγος, σάλος, βαβούρα, χαλασμός, η βαβούρα, τη βαβούρα