Гонка στα ελληνικά

Μετάφραση: гонка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπεύδω, βιάζομαι, βιασύνη, ορμή, οδηγώ, τρέχω, ράτσα, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
Гонка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гониометр στα ελληνικά - μοιρογνωμόνιο, γωνιόμετρο, γωνιομέτρου, γωνιόμετρο να, γωνιόμετρου
  • гонитель στα ελληνικά - διώκτης, διώκτη, διώξεων, διώκοντα, των διώξεων
  • гонок στα ελληνικά - ιπποδρομίες, αγώνες, φυλές, κούρσες, φυλών
  • гонор στα ελληνικά - αλαζονεία, έπαρση, υπεροψία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
Τυχαίες λέξεις
Гонка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπεύδω, βιάζομαι, βιασύνη, ορμή, οδηγώ, τρέχω, ράτσα, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας