Λέξη: συναίσθημα

Σχετικές λέξεις: συναίσθημα

συναίσθημα ετυμολογία, συναίσθημα ή λογική, συναίσθημα και αίσθημα, συναίσθημα χαράς, συναίσθημα ορισμός, συναίσθημα λεξικό, συναίσθημα συνώνυμο, συναίσθημα συνώνυμα, συναίσθημα στην εργασία, συναίσθημα βικιπαίδεια

Συνώνυμα: συναίσθημα

έννοια, αίσθηση, νόημα, νους, γνώση, αίσθημα, αφή

Μεταφράσεις: συναίσθημα

συναίσθημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emotion, feeling, sentiment, sense, feeling of

συναίσθημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emoción, sentimiento, sensación, sensación de, sentir, sentimientos

συναίσθημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ergriffenheit, gefühl, gefühlsbewegung, rührung, Gefühl, Gefühls, das Gefühl

συναίσθημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émotion, émoi, sentiment, attendrissement, sensation, impression, le sentiment, sentir

συναίσθημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
commozione, emozione, sentimento, sensazione, senso, sensibilità, sensazione di

συναίσθημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imergir, abalo, emoção, comoção, sentimento, sensação, sensação de, sentimentos, sentimento de

συναίσθημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emotie, bewogenheid, roersel, ontroering, aandoening, gewaarwording, gevoel, voelen, het gevoel, gevoel dat, gevoelens

συναίσθημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проникновение, переживание, возбуждение, удаление, чувство, эмоциональность, волнение, увольнение, эмоция, ощущение, чувства

συναίσθημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sinnsbevegelse, følelse, følelsen, følelsen av, følelse av

συναίσθημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
känsla, känslan, känsla av, en känsla

συναίσθημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunne, tunteen, tunnetta, tuntuu

συναίσθημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
følelse, sindsbevægelse, fornemmelse, følelsen, fornemmelse af, følelse af

συναίσθημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzruch, pohnutí, dojetí, vzrušení, emoce, cit, pocit, pocity, pocitu

συναίσθημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekscytacja, wzruszenie, uczucie, rozczulenie, emocja, afekt, wrażenie, odczucie, czucie, odczuwanie

συναίσθημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghatottság, elérzékenyülés, megindultság, emóció, érzés, érzést, érzése, érzésem

συναίσθημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
duygu, hissi, bir duygu, duygusu, his

συναίσθημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, чуття, почуття, відчуття

συναίσθημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
emocioni, ndjenjë, mallëngjim, ndjenja, ndjenjë e, ndjenja e, ndjenjë të

συναίσθημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
емоция, чувство, усещане, чувството, усещането

συναίσθημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пачуццё, адчуванне, пачуцьцё

συναίσθημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
emotsioon, tunne, tunnet, tunde, halb

συναίσθημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
emocije, osjećaj, uzbuđenje, osjećaja, je osjećaj, osjećanje

συναίσθημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilfinning, tilfinningu, tilfinningin, tilfinningar

συναίσθημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jausmas, emocija, pojūtis, jausmą, jausmo

συναίσθημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jūtas, emocijas, sajūta, sajūtu, slikta, sajūtas

συναίσθημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
емоција, чувството, чувство, чувства, чувствување

συναίσθημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sentiment, senzație, sentimentul, senzație de, senzatie

συναίσθημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cit, dojetí, občutek, občutka, obcutek, počutje

συναίσθημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cit, pocit

Στατιστικά δημοτικότητας: συναίσθημα

Τυχαίες λέξεις