Гончарная στα ελληνικά
Μετάφραση: гончарная, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гонт στα ελληνικά - βότσαλο, βότσαλα, με βότσαλα, βοτσάλων, ξυλοκεράμων
- гончар στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, τορνευτής, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
- гончарный στα ελληνικά - κεραμικός, κεραμικά, κεραμικό, κεραμικών, κεραμική
- гончая στα ελληνικά - καταδιώκω, σκύλος, κυνηγώ, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό, κυνηγόσκυλου, κυνηγόσκυλων, ...
Τυχαίες λέξεις
Гончарная στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
Μεταφράσεις: αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής