Горный στα ελληνικά

Μετάφραση: горный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Горный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • горнорабочий στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
  • горностай στα ελληνικά - ερμίνα, ερμίνας, ερμελίνειος, ερμίνα γούνα, ικτίς
  • горняк στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, ελάχιστος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
  • город στα ελληνικά - πόλη, μητρόπολη, πόλης, της πόλης, την πόλη
Τυχαίες λέξεις
Горный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό