Готовить στα ελληνικά

Μετάφραση: готовить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπαιδεύω, προκρίνομαι, κάνω, αμαξοστοιχία, μάγειρας, τρένο, μαγειρεύω, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
Готовить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • готический στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
  • готовальня στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, του σχεδίου, τραβήγματος, εφελκυσμού
  • готовиться στα ελληνικά - προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
  • готовка στα ελληνικά - μαγείρεμα, μαγειρέματος, το μαγείρεμα, μαγειρικής, μαγειρική
Τυχαίες λέξεις
Готовить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπαιδεύω, προκρίνομαι, κάνω, αμαξοστοιχία, μάγειρας, τρένο, μαγειρεύω, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα