Давность στα ελληνικά
Μετάφραση: давность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγραφή, περιστολή, περιορισμός, αρχαιότητα, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών
Μεταφράσεις
- давно στα ελληνικά - πριν, μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
- давнопрошедший στα ελληνικά - ψυχρός, απόκεντρος, απόμακρος, απομακρυσμένος, υπερσυντέλικος
- дагерротип στα ελληνικά - παλαιό είδος φωτογραφίας, νταγκεροτυπίας, daguerreotype, δαγεροτυπία, της νταγκεροτυπίας
- дает στα ελληνικά - δίνει, παρέχει, δίδει, εκδίδει, προσφέρει
Τυχαίες λέξεις
Давность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγραφή, περιστολή, περιορισμός, αρχαιότητα, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών
Μεταφράσεις: παραγραφή, περιστολή, περιορισμός, αρχαιότητα, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών