Даровать στα ελληνικά

Μετάφραση: даровать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσφέρω, παρέχω, υποτροφία, συσκέπτομαι, παραχωρώ, χορηγώ, επιχορηγώ, επίδομα, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Даровать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дармоед στα ελληνικά - κηφήνας, βουίζω, παράσιτο, σπογγίζων, παράσιτος, τρακαδόρος
  • дарование στα ελληνικά - δωρεά, δώρο, προικοδότηση, ικανότητα, πεσκέσι, χάρισμα, δώρων, ...
  • даровитость στα ελληνικά - χαρισματικότητα, giftedness, χαρισματικός, χαρισματικότητας
  • даровитый στα ελληνικά - έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Τυχαίες λέξεις
Даровать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσφέρω, παρέχω, υποτροφία, συσκέπτομαι, παραχωρώ, χορηγώ, επιχορηγώ, επίδομα, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί