Датировать στα ελληνικά
Μετάφραση: датировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дательный στα ελληνικά - δοτικός, δοτική πτώση, δοτική, δοτικής, ημιπολικών
- датированный στα ελληνικά - της, με ημερομηνία, ημερομηνία, χρονολογείται, ημερομηνίας
- датский στα ελληνικά - Δανός, δανικός, δανική, της Δανίας, δανικής
- датчанин στα ελληνικά - Δανός, Dane, ΔΑΝΕ, Δανό, της ΔΑΝΕ
Τυχαίες λέξεις
Датировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
Μεταφράσεις: ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που