Λέξη: νοοτροπία

Σχετικές λέξεις: νοοτροπία

νοοτροπία θύματος, νοοτροπία συνώνυμο, νοοτροπία λεξικό, νοοτροπία ορισμός, νοοτροπία ελλήνων, νοοτροπία βικιλεξικο, νοοτροπία ετυμολογία, νοοτροπία in english, νοοτροπία περιχαράκωσησ, νοοτροπία γερμανών

Συνώνυμα: νοοτροπία

ψυχοσύνθεση, διανοητικότης, διανοητικότητα, διανόηση, διάνοια

Μεταφράσεις: νοοτροπία

νοοτροπία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mentality, culture, mindset, attitude, culture of

νοοτροπία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mentalidad, mentalidad de, la mentalidad, mente

νοοτροπία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geisteshaltung, mentalität, denkweise, witz, Mentalität, Mentalitäts

νοοτροπία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mentalité, esprit, la mentalité, mentalités, mentalité de

νοοτροπία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mentalità, la mentalità, mentalità di, mentalità da, mente

νοοτροπία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espírito, mentalidade, mentalidade de, mentality, a mentalidade, mentalidades

νοοτροπία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstand, geest, mentaliteit, Mentality, mentaliteit van, de mentaliteit

νοοτροπία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умонастроение, ум, психика, мышление, интеллект, менталитет, ментальность

νοοτροπία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mentalitet, mentaliteten, -mentalitet

νοοτροπία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mentalitet, mentala, mentaliteten

νοοτροπία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mentaliteetti, hengenlaatu, mielenlaatu, äly, mentaliteettia, ajattelutavan, mentaliteetin, ajattelutapojen

νοοτροπία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mentalitet, mentaliteten, tankegang, mentalitetsændring

νοοτροπία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mentalita, smýšlení, mentality, mentalitu, mentalitě

νοοτροπία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mentalność, mentalnie, mentalności, mentalnością, umysłowość

νοοτροπία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mentalitás, mentalitása, mentalitást, gondolkodásmód, a mentalitás

νοοτροπία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşünüş, zihniyet, zihniyeti, zihniyetin, anlayış

νοοτροπία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мнемонічний, розумовий, уявний, психічний, умонастрій, настрій

νοοτροπία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mentalitet, mendësi, mentaliteti, mentalitetin, mentaliteti i

νοοτροπία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
манталитет, манталитета, на мислене, психика

νοοτροπία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сутнасьць ведаў

νοοτροπία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suhtumine, võimed, vaimulaad, mentaliteet, mentaliteeti, mentaliteedi, mõtteviis

νοοτροπία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mentalitet, mentaliteta, mentalitetu, mentalitetom, je mentalitet

νοοτροπία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugarfar, hugarfari, hugarfarið, hugmyndafræði

νοοτροπία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mentalitetas, mentaliteto, mentalitetą, mąstymas

νοοτροπία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mentalitāte, mentalitāti, mentalitātes, domāšanas

νοοτροπία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
менталитет, менталитетот, менталитет на

νοοτροπία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spirit, mentalitate, mentalitatea, mentalității, mentalități, de mentalitate

νοοτροπία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mentaliteta, miselnost, mentaliteto, miselnosti, mentalitete

νοοτροπία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mentalita, mentality, mentalitu, viazaná na, viazaná
Τυχαίες λέξεις