Двуколка στα ελληνικά
Μετάφραση: двуколка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, παράσταση στον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- двузначный στα ελληνικά - διφορούμενος, διψήφια, διψήφιο, διψήφιους, διψήφιας, διψήφιες
- двузубчатый στα ελληνικά - κυνόδοντας, δύο αιχμές
- двукратный στα ελληνικά - σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
- двукрылый στα ελληνικά - δίπτερος, δίπτερες, διπτέρων, δίπτερων
Τυχαίες λέξεις
Двуколка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, παράσταση στον
Μεταφράσεις: κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, παράσταση στον