Дебатировать στα ελληνικά
Μετάφραση: дебатировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συζήτηση, συζητώ, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- двуязычный στα ελληνικά - δίγλωσσος, Δίγλωσση, δίγλωσσο, δίγλωσσα, δίγλωσσων
- дебаркадер στα ελληνικά - αποβάθρα, στάδιο της προσγείωσης, την αποβάθρα, η πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσης των, πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσης
- дебаты στα ελληνικά - διένεξη, διεκδικώ, διαφωνία, συζήτηση, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, ...
- дебелый στα ελληνικά - χόνδρος, παχουλός, χοντρός, παχύσαρκος, τροφαντός, λίπος, εύσαρκος, ...
Τυχαίες λέξεις
Дебатировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συζήτηση, συζητώ, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση
Μεταφράσεις: συζήτηση, συζητώ, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση