Дежурство στα ελληνικά
Μετάφραση: дежурство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέπω, καθήκον, φρουρά, παρακολουθώ, δασμοί, ρολόι, εναλλαγή, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дежурить στα ελληνικά - φρουρά, ρολόι, βλέπω, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
- дежурный στα ελληνικά - τακτικός, ομαλός, μετά, επόμενος, δασμός, φόρος, δασμού, ...
- дезабилье στα ελληνικά - ατημέλητη ενδυμασία
- дезавуирование στα ελληνικά - αποκήρυξη, την αποδοκιμασία, αποδοκιμασία, αποποίησης, απαρνηθεί
Τυχαίες λέξεις
Дежурство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέπω, καθήκον, φρουρά, παρακολουθώ, δασμοί, ρολόι, εναλλαγή, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Μεταφράσεις: βλέπω, καθήκον, φρουρά, παρακολουθώ, δασμοί, ρολόι, εναλλαγή, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό