Действующий στα ελληνικά

Μετάφραση: действующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανός, ενεργός, ισχυρός, ισχύων, αναπληρωματικός, μένω, δραστήριος, ακμαίος, αποτελεσματικός, αποδοτικός, λειτουργικός, σε ισχύ, που ισχύουν, ισχύουσες, που ισχύει, ισχύουσα
Действующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • действовать στα ελληνικά - ορμή, προβαίνω, λειτουργώ, κανόνας, εργαλείο, προχωρώ, δεξίωση, ...
  • действует στα ελληνικά - πράξεις, πράξεων, πράξεις που, ενέργειες, πράξεων που
  • дейтерий στα ελληνικά - δευτερίου, δευτέριο, του δευτερίου, το δευτέριο, δευτέριου
  • дека στα ελληνικά - οδηγώ, κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
Τυχαίες λέξεις
Действующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανός, ενεργός, ισχυρός, ισχύων, αναπληρωματικός, μένω, δραστήριος, ακμαίος, αποτελεσματικός, αποδοτικός, λειτουργικός, σε ισχύ, που ισχύουν, ισχύουσες, που ισχύει, ισχύουσα