Дентальный στα ελληνικά
Μετάφραση: дентальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδοντικός, οδοντιατρικός, οδοντιατρική, οδοντιατρικών, οδοντιατρικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- денонсирование στα ελληνικά - καταγγελία, καταγγελίας, η καταγγελία, την καταγγελία, της καταγγελίας
- денонсировать στα ελληνικά - Καταγγέλλουμε, καταγγείλει, να καταγγείλει, καταγγείλουν, καταγγείλει την
- дентин στα ελληνικά - οδοντίνης, οδοντίνη, της οδοντίνης, την οδοντίνη, η οδοντίνη
- денудация στα ελληνικά - απογύμνωση, την απογύμνωση, απογύμνωσης, η απογύμνωση, απογύμνωση του
Τυχαίες λέξεις
Дентальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδοντικός, οδοντιατρικός, οδοντιατρική, οδοντιατρικών, οδοντιατρικές
Μεταφράσεις: οδοντικός, οδοντιατρικός, οδοντιατρική, οδοντιατρικών, οδοντιατρικές