Держатель στα ελληνικά

Μετάφραση: держатель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιοκτήτης, κτήτορας, θήκη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
Держатель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • державка στα ελληνικά - θήκη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
  • державный στα ελληνικά - αυτεξούσιος, κρατίδιο, κράτος, ηγεμόνας, κυρίαρχος, κυρίαρχο, κυρίαρχα, ...
  • держать στα ελληνικά - ησυχασμός, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, κατακρατώ, αμπάρι, κρατώ, εξακολουθώ, ...
  • держаться στα ελληνικά - πιάνομαι, γεννώ, υποφέρω, κατακρατώ, κρατώ, τελευταίος, φτουρώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Держатель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιοκτήτης, κτήτορας, θήκη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου