Дефилировать στα ελληνικά

Μετάφραση: дефилировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαρίζω, βεβηλώνω, λερώνω, κηλιδώνω, μολύνω, ρυπαίνω, defile, μολύνει τον, βεβηλώσει
Дефилировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дефибрер στα ελληνικά - μύλος, μύλο, τριβείο, άλεσης, μύλο του
  • дефиле στα ελληνικά - λερώνω, λαγκάδα, φαράγγι, μαγαρίζω, ρεματιά, κυκλοφορώ, βεβηλώνω, ...
  • дефинитивный στα ελληνικά - οριστικός, οριστικού, οριστική, οριστικό, οριστικών
  • дефиниция στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Τυχαίες λέξεις
Дефилировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, βεβηλώνω, λερώνω, κηλιδώνω, μολύνω, ρυπαίνω, defile, μολύνει τον, βεβηλώσει