Дискредитировать στα ελληνικά

Μετάφραση: дискредитировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφισβητώ, εξευτελίζω, δυσφημίσει, δυσφημήσει, δυσφημήσουν, δυσφημίσουν, δυσφήμιση
Дискредитировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дискотека στα ελληνικά - ντίσκο, disco, ντισκοτέκ
  • дискредитация στα ελληνικά - αμφισβητώ, εξευτελίζω, δυσφημίσει, δυσφημήσει, δυσφημήσουν, δυσφημίσουν, δυσφήμιση
  • дискредитирующий στα ελληνικά - δυσφημιστικό, δυσφημιστική, δυσφημιστικές, δυσφημιστικού, συκοφαντικό
  • дискретный στα ελληνικά - διακριτικός, διακριτά, διακριτές, διακριτών, διακριτή, διακριτό
Τυχαίες λέξεις
Дискредитировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφισβητώ, εξευτελίζω, δυσφημίσει, δυσφημήσει, δυσφημήσουν, δυσφημίσουν, δυσφήμιση