Дистанционный στα ελληνικά
Μετάφραση: дистанционный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχρός, απομακρυσμένος, απόκεντρος, απόμακρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Μεταφράσεις
- диссонирующий στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
- диссоциация στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεως, διαχωρισμού, διάσπασης
- дистанция στα ελληνικά - φάσμα, μεραρχία, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, τομή, απόσταση, διχασμός, ...
- дистиллер στα ελληνικά - ποτοποιός, οινοπνευματοποιό, οινοπνευματοποιός, οινοπνευματοποιού, αποσταγματοποιό
Τυχαίες λέξεις
Дистанционный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχρός, απομακρυσμένος, απόκεντρος, απόμακρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Μεταφράσεις: ψυχρός, απομακρυσμένος, απόκεντρος, απόμακρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως