Дисциплинированность στα ελληνικά
Μετάφραση: дисциплинированность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дисциплина στα ελληνικά - μελέτη, σπουδάζω, πεδίο, σπουδές, τομέας, κλαδί, θέμα, ...
- дисциплинарный στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- дисциплинировать στα ελληνικά - φρονηματίζω, αντεπίθεση, πειθαρχία, κολάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, σχολείο, ...
- дисциплинирующий στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
Τυχαίες λέξεις
Дисциплинированность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Μεταφράσεις: πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία