Длиться στα ελληνικά

Μετάφραση: длиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντέχω, υπομένω, διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Длиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • длительность στα ελληνικά - διάρκεια, μήκος, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
  • длительный στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, διαρκής, διαρκείας, μεγάλο, μακρά, καιρό, ...
  • для στα ελληνικά - σε, προς, για, να, με
  • дневальный στα ελληνικά - ομαλή, εύρυθμη, τάξη, εύρυθμης, ομαλής
Τυχαίες λέξεις
Длиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο