Λέξη: συντάκτης

Σχετικές λέξεις: συντάκτης

η συντάκτησ, συντάκτησ english, συντάκτης αγγλικά, ζητείται συντάκτησ, γίνε συντάκτης, συντάκτης σε blog, αθλητικός συντάκτης, συντάκτης ύλης, ταξιδιωτικός συντάκτης, συντάκτης word

Συνώνυμα: συντάκτης

εκδότης, μεταγλωττιστής, ερανιστής, συλλέκτης

Μεταφράσεις: συντάκτης

συντάκτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
editor, author, draftsman, draftsman of, rapporteur

συντάκτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
editor, redactor, editor de, director, editora

συντάκτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herausgeber, redakteur, eingaberoutine, editor, herausgeberin, Herausgeber, Editor, Redakteur

συντάκτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éditeur, rédacteur, éditeur de, rédacteur en chef, l'éditeur

συντάκτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
editore, redattore, direttore, curatore, editor di

συντάκτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
editor, editor de, edição, de edição, do editor

συντάκτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
editor, redacteur, redactie, uitgever

συντάκτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
редактор, издатель, редактора, редактором, редакторе

συντάκτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utgiver, redaktør, editor, redaktøren, redigeringsprogram, editoren

συντάκτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utgivare, redaktör, redigerare, redaktören, editorn

συντάκτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
julkaisija, toimittaja, editori, editor, editorin, päätoimittaja

συντάκτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
editor, redaktør, editoren, redaktøren

συντάκτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vydavatel, editor, redaktor, Střih, editoru, editorem

συντάκτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydawca, redaktor, adiustator, edytor, montażysta, redaktorem, edytora

συντάκτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerkesztő, szerkesztője, editor, szerkesztőben, szerkesztőt

συντάκτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
editör, Editörü, Editor, düzenleyici, Editörleri

συντάκτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шеф-редактора, редактор, редакторе, редактора

συντάκτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
redaktor, editor, redaktor i, redaktori, redaktore

συντάκτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
редактор, редактор на, редактора, главен редактор

συντάκτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэдактар, рэдактарка

συντάκτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
redaktor, toimetaja, redaktori, editor, redaktoris

συντάκτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdavač, uređivač, editor, urednik, urednika, urednica

συντάκτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ritstjóri, ritstjóra, Editor, ritill, Ritillinn

συντάκτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
redaktorius, redaktoriumi, redaktorė, redaktoriaus, redaktorių

συντάκτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
redaktors, redaktoru, redaktore

συντάκτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уредник, уредникот, уредувачот, едитор, уредник на

συντάκτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
editor, redactor, principal Editor, editor de, editorul

συντάκτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
redaktor, editor, urednik, urejevalnik, urednica, uredila

συντάκτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
editor, šéfredaktor, redaktor, editora
Τυχαίες λέξεις