Дневной στα ελληνικά
Μετάφραση: дневной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дневальный στα ελληνικά - ομαλή, εύρυθμη, τάξη, εύρυθμης, ομαλής
- дневник στα ελληνικά - ημερολόγιο, ημερολογίου, ημερολόγιό, το ημερολόγιο, Diary
- днепр στα ελληνικά - πάνα, Δνείπερου, Δνείπερο, του Δνείπερου, Δνείπερος
- днище στα ελληνικά - τελειώνω, τέλος, κεφάλι, διογκώνω, πάτος, ηγούμαι, κάτω μέρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Дневной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Μεταφράσεις: καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες