Доводить στα ελληνικά
Μετάφραση: доводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, πλαταγίζω, ελαττώνω, πιστοποιώ, μειώνω, φέρνω, περιορίζω, αποδεικνύω, επιχειρηματολογώ, γύρος, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- довести στα ελληνικά - αποδεικνύω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
- довод στα ελληνικά - υπεράσπιση, υποταγή, δήλωση, έκκληση, λογομαχία, κατάσταση, αιτιολογία, ...
- доводиться στα ελληνικά - έχε, έχω, κοινοποιούνται, ανακοινώνονται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνεται
- доводка στα ελληνικά - επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
Τυχαίες λέξεις
Доводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, πλαταγίζω, ελαττώνω, πιστοποιώ, μειώνω, φέρνω, περιορίζω, αποδεικνύω, επιχειρηματολογώ, γύρος, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Μεταφράσεις: διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, πλαταγίζω, ελαττώνω, πιστοποιώ, μειώνω, φέρνω, περιορίζω, αποδεικνύω, επιχειρηματολογώ, γύρος, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν