Довольный στα ελληνικά
Μετάφραση: довольный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολικός, ευχαριστημένος, χαρούμενος, ικανοποιημένο, άνετος, ευτυχισμένος, ικανοποιημένος, ευχάριστη, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- довоенный στα ελληνικά - προπολεμικός, προπολεμικό, προπολεμική, antebellum, προπολεμικών
- довольно στα ελληνικά - νισάφι, απεριόριστα, λογικά, ελεύθερα, αρκετά, άπταιστα, εντελώς, ...
- довольствие στα ελληνικά - παρέχω, παράδοση, μέριμνα, χορήγηση, επίδομα, παραλαβή, παροχή, ...
- довольство στα ελληνικά - ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, πλούτος, αφθονία, άφθονος, ευγονία, ...
Τυχαίες λέξεις
Довольный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολικός, ευχαριστημένος, χαρούμενος, ικανοποιημένο, άνετος, ευτυχισμένος, ικανοποιημένος, ευχάριστη, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση
Μεταφράσεις: βολικός, ευχαριστημένος, χαρούμενος, ικανοποιημένο, άνετος, ευτυχισμένος, ικανοποιημένος, ευχάριστη, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση