Довольство στα ελληνικά

Μετάφραση: довольство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, πλούτος, αφθονία, άφθονος, ευγονία, πλάτος, γονιμότητα, πολλοί, πολλά, εύρος, ευφορία, συρροή, ικανοποίηση, ικανοποίησης, την ικανοποίηση, ευχαρίστηση, πληρότητα
Довольство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • довольный στα ελληνικά - βολικός, ευχαριστημένος, χαρούμενος, ικανοποιημένο, άνετος, ευτυχισμένος, ικανοποιημένος, ...
  • довольствие στα ελληνικά - παρέχω, παράδοση, μέριμνα, χορήγηση, επίδομα, παραλαβή, παροχή, ...
  • довыборы στα ελληνικά - επαναληπτική εκλογή, επαναληπτικές εκλογές, με αναπληρωματική εκλογή, αναπληρωματική εκλογή
  • дог στα ελληνικά - μαντρόσκυλο, Mastiff, μαστήφ, το μαντρόσκυλο, μαστίφ
Τυχαίες λέξεις
Довольство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, πλούτος, αφθονία, άφθονος, ευγονία, πλάτος, γονιμότητα, πολλοί, πολλά, εύρος, ευφορία, συρροή, ικανοποίηση, ικανοποίησης, την ικανοποίηση, ευχαρίστηση, πληρότητα