Дожать στα ελληνικά

Μετάφραση: дожать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τερματισμός, περατώνω, θερίζω, τελειώνω, τέλος, δόγη, Doge, δόγης, του δόγη, Το Doge
Дожать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дожарить στα ελληνικά - μαρίδα, καβουρδίζω, τηγανίζω, ψήνω, καβουρντίζω, dozharit
  • дожариться στα ελληνικά - καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, dozharitsya
  • дождевание στα ελληνικά - ράντισμα, ψέκασμα, ψεκασμού, καταιονισμό, καταιονισμού
  • дождевик στα ελληνικά - αδιάβροχο, αδιάβροχό
Τυχαίες λέξεις
Дожать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τερματισμός, περατώνω, θερίζω, τελειώνω, τέλος, δόγη, Doge, δόγης, του δόγη, Το Doge