Доза στα ελληνικά

Μετάφραση: доза, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δοσολογία, βύθισμα, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
Доза στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доживать στα ελληνικά - μένω, ζωντανός, ζουν, ζει, ζήσουν, ζήσει, ζούμε
  • дожидаться στα ελληνικά - διαμένω, περιμένω, προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, φαίνομαι, προσδοκώ, εμφάνιση, ...
  • дозаправиться στα ελληνικά - εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
  • дозаправка στα ελληνικά - ανεφοδιασμός με καύσιμα, ανεφοδιασμού, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού καυσίμων, τον ανεφοδιασμό
Τυχαίες λέξεις
Доза στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δοσολογία, βύθισμα, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων