Дозволение στα ελληνικά

Μετάφραση: дозволение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, παρατάω, συγκατάθεση, επικυρώνω, επιχορηγώ, κύρωση, συγκατανεύω, άδεια, χορηγώ, επίδομα, υποτροφία, φεύγω, παραιτούμαι, επιχορήγηση, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά
Дозволение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дозаправляться στα ελληνικά - εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
  • дозатор στα ελληνικά - Αεροζόλ, μπολάκι, δοσιμετρικόν, Batcher, στοιβάξεως
  • дозволенный στα ελληνικά - θεμιτός, νόμιμος, επιτρέπονται, επιτρέπεται, επιτρέπεται η, επιτραπεί, επιτρεπόμενη
  • дозволительный στα ελληνικά - επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
Τυχαίες λέξεις
Дозволение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, παρατάω, συγκατάθεση, επικυρώνω, επιχορηγώ, κύρωση, συγκατανεύω, άδεια, χορηγώ, επίδομα, υποτροφία, φεύγω, παραιτούμαι, επιχορήγηση, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά