Дока στα ελληνικά
Μετάφραση: дока, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αράζω, κύρος, εξουσία, εμπειρογνώμονας, ειδικός, αποβάθρα, λάπαθο, εμπειρογνώμων, αυθεντία, προβλήτα, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дойти στα ελληνικά - φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
- док στα ελληνικά - προβλήτα, αποβάθρα, λάπαθο, αράζω, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, ...
- доказанный στα ελληνικά - αποδεδειγμένη, αποδειχθεί, αποδεδειγμένα, αποδεικνύεται, αποδείξει
- доказанным στα ελληνικά - αποδεδειγμένη, αποδειχθεί, αποδεδειγμένα, αποδεικνύεται, αποδείξει
Τυχαίες λέξεις
Дока στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αράζω, κύρος, εξουσία, εμπειρογνώμονας, ειδικός, αποβάθρα, λάπαθο, εμπειρογνώμων, αυθεντία, προβλήτα, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock
Μεταφράσεις: αράζω, κύρος, εξουσία, εμπειρογνώμονας, ειδικός, αποβάθρα, λάπαθο, εμπειρογνώμων, αυθεντία, προβλήτα, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock