Докатиться στα ελληνικά
Μετάφραση: докатиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτάνω, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- докапываться στα ελληνικά - σκάβω, νύξη, σαρκασμός, κέντρισμα, ανασκαφή, σκάβουν, dig, ...
- докатить στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλώ, ψωμάκι, να κυλήσει, για να κυλήσει, να ρίξει, να αναπτύξουν, ...
- докатывать στα ελληνικά - ψωμάκι, κυλώ, κύλινδρος, dokatyvayutsya
- докер στα ελληνικά - λιμενεργάτης, λιμενεργάτη, docker, τον λιμενεργάτη, λιμενεργάτη την
Τυχαίες λέξεις
Докатиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτάνω, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική
Μεταφράσεις: φτάνω, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική