Докладывать στα ελληνικά

Μετάφραση: докладывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφηγούμαι, διηγούμαι, λέω, ανακοινώνω, ξεχωρίζω, προσθέτω, έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση
Докладывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доклад στα ελληνικά - σημασία, νουθετώ, ανακοίνωση, εφημερίδα, αναφορά, εξαγγελία, λογαριασμός, ...
  • докладчик στα ελληνικά - συνεργάτης, ρεπόρτερ, ομιλητής, υφηγητής, δημοσιογράφος, αναφοράς, ανταποκριτή, ...
  • доковылять στα ελληνικά - κουτσαίνω, χαλαρός, περδικλώνω, κούτσαμα, πέδικλο, χωλαίνω, περδουκλώνω
  • доконать στα ελληνικά - χαντακώνω, ρήμαγμα, περατώνω, τερματισμός, χαλώ, τελειώνω, τέλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Докладывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφηγούμαι, διηγούμαι, λέω, ανακοινώνω, ξεχωρίζω, προσθέτω, έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση