Λέξη: επίδειξη

Σχετικές λέξεις: επίδειξη

επίδειξη γραπτών δοκιμίων, επίδειξη μόδας, επίδειξη αεροπλάνων τατόι, επίδειξη υπερφυσικών ικανοτήτων από τον τζον τσανγκ, επίδειξη εγγράφου, επίδειξη εσωρούχων, επίδειξη γραπτών δοκιμίων πανελληνίων εξετάσεων, επίδειξη μηχανής καταλήγει σε τραγωδία, επίδειξη εγγράφων, επίδειξη εγγράφων ασφαλιστικά μέτρα

Συνώνυμα: επίδειξη

σόου, προβολή, έκθεση, θέαμα, θέατρο, αριστοκρατεία, αριστοκράτης, εκδήλωση, φιγούρα, λάμψη, δημοσιότητα, φως, πομπή, διαδήλωση, συλλαλητήριο

Μεταφράσεις: επίδειξη

επίδειξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
demonstration, show, display, showing, show off

επίδειξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manifestación, demostración, de demostración, demostración de, la demostración

επίδειξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kundgebung, beweis, demonstration, vorführung, Demonstration, Vorführung, Demonstrations, Demo, Nachweis

επίδειξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
démonstration, présentation, manifestation, exhibition, de démonstration, la démonstration, démonstration de

επίδειξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dimostrazione, manifestazione, di dimostrazione, dimostrativo, la dimostrazione

επίδειξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manifestação, demonstrar, demonstração, demonstre, de demonstração, demonstração de, a demonstração

επίδειξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertoning, betoging, demonstratie, manifestatie, bewijs, demonstratieprojecten

επίδειξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доказательство, аргументация, шествие, демонстрация, обнаружение, проявление, показ, иллюстрация, манифестация, демонстрации, демонстрацией, демонстрацию, демонстрационный

επίδειξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
demonstrasjon, demonstrasjonen, demonstrasjons

επίδειξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
demonstration, demonstrationen, demonstrations, bevis

επίδειξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
todistus, mielenilmaus, esittely, mielenosoitus, demonstraatio, esittelyn, esittelyä, demonstroinnin, osoitus

επίδειξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
demonstration, demonstrationen, påvisning, demonstration inden

επίδειξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
demonstrace, důkaz, ukázka, předvádění, předvedení, projev, manifestace, prokázání, demonstrační, demonstraci

επίδειξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokaz, demonstracja, manewr, manifestacja, zgromadzenie, dowodzenie, wykazanie, demonstracji

επίδειξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
demonstráció, nyilvánítás, bizonyítás, kinyilvánítás, szemléltetés, demonstrációs, bemutató, bemutatása, tüntetés

επίδειξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gösteri, demo, demonstrasyon, gösterim, gösterilmesi

επίδειξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прояв, вияв, проявлення, демонстрація, доказ, демонстрацію

επίδειξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
demonstratë, demonstrim, demonstrimi, Demonstrata, shfaqje

επίδειξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доказателство, демонстрация, демонстриране, демонстрационен, доказване

επίδειξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэманстрацыя

επίδειξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esitlus, demonstratsioon, tõestus, meeleavaldus, tutvustamistegevuse, tutvustamise, tutvustamine

επίδειξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prikaz, prikazivanje, demonstracija, demonstracije, demonstraciju, Prikaz, dokaz

επίδειξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýning, kynningu, sönnun, sýnidæmi, sýnikennslu

επίδειξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
demonstravimas, demonstracija, demonstravimo, įrodymas, demonstravimą

επίδειξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
demonstrācija, demonstrēšana, demonstrējumu, demonstrācijas, demonstrāciju

επίδειξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
демонстрациите, демонстрација, демонстрации, демонстрацијата, демонстрација на

επίδειξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
demonstraţie, demonstrație, demonstrative, demonstratie, demonstrarea, demonstrare

επίδειξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
demonstracija, predstavitev, demonstracije, predstavitvene, predstavitve

επίδειξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
demonštrácie, demonštračných činností, demonštrácia, demonštračné činnosti, demonštráciu

Στατιστικά δημοτικότητας: επίδειξη

Τυχαίες λέξεις