Долото στα ελληνικά

Μετάφραση: долото, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Долото στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доломан στα ελληνικά - ράσο, Dolman, μανδύας
  • доломит στα ελληνικά - δολομίτη, δολομίτης, ο δολομίτης, δολομίτου
  • долька στα ελληνικά - τέταρτο, τμήμα, μαχαλάς, λοβίο, λοβού, λοβίου, lobule, ...
  • дольмен στα ελληνικά - dolmen, ντολμέν, τα dolmen
Τυχαίες λέξεις
Долото στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο