Дополнительный στα ελληνικά
Μετάφραση: дополнительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πια, περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, δευτερεύων, μονός, δευτερόλεπτο, τυχαίος, δεύτερος, επιπρόσθετος, δεύτερον, επικουρικός, παρείσακτος, υποβοηθητικός, πλέον, πρόσθετος, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дополнение στα ελληνικά - αναβάτης, συμπλήρωμα, συμπληρώνω, ενίσχυση, συνοδεία, αναπληρωτής, add on, ...
- дополнительно στα ελληνικά - Επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, επί πλέον, επιπλέον να
- дополнить στα ελληνικά - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
- дополнять στα ελληνικά - συμπλήρωμα, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, ...
Τυχαίες λέξεις
Дополнительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πια, περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, δευτερεύων, μονός, δευτερόλεπτο, τυχαίος, δεύτερος, επιπρόσθετος, δεύτερον, επικουρικός, παρείσακτος, υποβοηθητικός, πλέον, πρόσθετος, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων
Μεταφράσεις: πια, περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, δευτερεύων, μονός, δευτερόλεπτο, τυχαίος, δεύτερος, επιπρόσθετος, δεύτερον, επικουρικός, παρείσακτος, υποβοηθητικός, πλέον, πρόσθετος, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, πρόσθετων