Дополнять στα ελληνικά
Μετάφραση: дополнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дополнительный στα ελληνικά - πια, περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, δευτερεύων, μονός, δευτερόλεπτο, ...
- дополнить στα ελληνικά - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
- дополняющий στα ελληνικά - συμπλήρωση, για τη συμπλήρωση, τη συμπλήρωση, συμπληρώσεως, που συμπληρώνει
- дополуденный στα ελληνικά - antemeridian
Τυχαίες λέξεις
Дополнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα